- ἀπορραθυμῶ
- ἀπό-ῥαθυμέωleave off workpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπό-ῥαθυμέωleave off workpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απορραθυμώ — ἀπορραθυμῶ ( έω) (AM) μσν. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου αρχ. παραμελώ κάτι από αδιαφορία … Dictionary of Greek